- ἠπητήριον
- ἠπητήριον, τό, u. ἠπήτριον, τό, die Nadel zum Nähen, Flicken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηπητήριον — ἠπητήριον, το (Α) [ηπητής] βελόνα για ράψιμο δερμάτων … Dictionary of Greek
ἠπητήριον — needle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπητηρίου — ἠπητήριον needle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπάομαι — ἠπάομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η ) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής,… … Dictionary of Greek
ηπήτριον — ἠπήτριον, τό (Α) το ηπητήριον … Dictionary of Greek